β̣ο̣ηθούμε̣νος, ἣ κελεύει μὴ ἕτ̣ε̣ρον ϋ῾πὲ[ρ ἑτ]έρου (2. H.)/μἡ τε/λειτου̣ργεῖν [μ ]ἡ/(2. H.) τε/ἀν (2. H.)/τ[ι] χμα[τί]ζεσθαι./ρη W., A IV 440.