[β]εβαιουμένου. ᾽Επὶ (2. H. korr. ἐπεὶ) οὖν ὁ πραγματ̣ικ̣ὸς ἐ̣π̣ὶ̣ τ̣ῶ̣ν τόπων εἰσχύει βι̣ά[σ]ασ̣θ̣αι, W., A IV 440.