Διο̣σ̣κ̣(όρῳ) ʃ (= καὶ) Π̣ε̣ρ̣ι̣σ̣τ̣ε̣ρ̣ᾷ τοῖς ἡμετέρ(οις) κτλ. Maspero, P. Cairo I S. 202.