[. . . . . . .] . . . . τρε̣ῖ̣ς κ(οτύλας): viell. [Zahl] χ̣ό̣(ες) τρε̣ῖ̣ς, κ(οτύλαι), N. Kruit - K.A. Worp, Archiv 45 (1999), S. 104, Anm. 18.