Αὐρ̣ή̣(λιος) Παμ(ό)ντιος Παμό(ντιος) ἀπαιτ(ητής): viell. Αὐρ̣ή̣(λιοι) Παμ(ό)ντιος <καὶ> Παμό(ντις?) ἀπαιτ(ηταί), B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 243, Anm. 115.