[δι]πλῆ̣ θιον.[ ± 13 ση]μάνθεντι → [τῷ] πλήθι (l. πλήθει) ὄντ̣[ι ἐν τῷ συλλόγῳ καὶ ση]μανθέν {τι}, P. Oxy.Hels. 25, Anm. zu Z. 34ff.; oder: θίον.[ ± 13 ] → viell. θίον (l. θείων) π̣[ροσταγμάτων καί, P. Frisch, Zehn agon. Pap. Nr. 3.