ἀ(πὸ) μη(νὸς)|Π̣α(ῦνι(?)). Φοι(βάμμ)ω(ν) παῖ(ς) στοιχε(ῖ) → δ(ιὰ) Μη|νᾶ Φοι(βάμμ)ω(νος) <ἀ>παι(τητοῦ) or ἀ̣παι(τητοῦ), N. Gonis, ZPE 169 (2009), p. 203.