Φοιβάμμωνος ἀπὸ στ<ρ>α̣τ̣ι̣ω̣τ̣ῶ̣ν̣ | [τοῦ καθιδρυμ(ένου) ἐν ῾Ερμοῦ] | πόλει ἀριθμοῦ τ̣ῶν Μαύρων κτλ. G.-H., A IV 559. Maspero, Organis, milit. 142 4. W., A IV 559.