ζυτοπο[ιεῖν (?)] (or ζυτοπό[λιον] (l. ζυτοπώ[λιον]) or ζυτοπο[λεῖον] (l. ζυτοπω[λεῖον])) → ζυτοπω̣[λεῖον], W. Clarysse, ZPE 168 (2009), p. 246.