ὑπα̣ρκτείση̣ς (1. ὑπαρχθείσης) → ὑπ[ο]δ̣ι̣κτείση̣ς (l. ὑποδειχθείσης) (nach dem Photo), J.H. Oliver, Am.J.Phil. 101 (1980), S. 229.