Vl. π̣έ̣πτ̣ω̣κεν und καταπεπτ̣ω̣κέναι statt κ̣α̣τέπρ η̣σεν und καταπεπ̣ρ̣η κέναι, T. C. Skeat, J.E.A. 25 (1939), S. 81.