( → 264-265) γενήμα(τος) εἴκοσι δύω μόν(ας) κ<β>/. | Τ<ο>ὺς ἐσομέν<ο>υς ὑπάτ<ο>υς τὸ δ → γενήμ(ατος) (ἀρτάβας) εἴκοσι δύω μόνοις. | Τῦς (l. τοῖς) ἐσομένυς (l. -οις) ὑπάτυς (l. -οις) τὼ (l. τὸ) δ