πεντή[κοντα] | π̣έ̣ν̣τ̣ε ̣(γίνεται) (τάλαντα) β (δηνάρια) ν̣[ε] | σ̣ί̣τ̣ο̣υ̣ (vgl. B.L. 7, S. 164 zu P. Princ.Roll IX, 11) πεντή | {τη} κ̣ο̣ν̣τα, (γίνεται) (τάλαντα) β (δηνάρια) Υ, | καί