Σαρματικ[οῦ] | [Μεγίστου το]ῦ ἱ̣ε̣ρ̣ω̣τατοῦ (Καί)σαρος | Σ̣ε̣β̣σ̣[το]ῦ υίο̣ῦ̣ τ̣[οῦ Σε]βαστοῦ, ᾽Επὶφ [..]. Bell brief., laut Orig. Kenyon, Class. Rev. 11 (1897) S. 407.