(οὐλὴ) ἀρ(ιστερᾷ) χιρ(ί) → <οὐ(λὴ)> πή(χει) χ(ιρὸς) ἀ(ριστερᾶς) oder πήχ(ει) ἀ(ριστερῷ), P. Graux 3, S. 94