᾽Εσθλάδ[ου ] | [ ῎Αλλωι δὲ οὐθενὶ οὐ]θ̣ὲν [καταλ]είπω οὐδὲ δί [δωμι. Μάρτυρ]ε[ς ] | κτλ. W. briefl., laut Orig. Hunt briefl., laut Orig.