ἐπέλθηι, ἥ τ᾽ ἔ[φο]δος ἄκυρος ἔστωι, [καὶπροσ] | αποτεισάτωι ὁ ἐπελθὼν ἐπιτί(μου) παραχρῆμα κτλ. Hunt briefl., laut Orig. W. briefl., laut Orig. vgl. Berger, Strafklauseln. 1253.