. ιομιον ἀποθήκες → ψομίον ἀποθήκες (l. ψωμίον ἀποθήκης), H. Harrauer, Tyche 16 (2001), S. 283.; ψομίον, l. ψωμίων, F. Morelli, Chr.d’Ég. 77 (2002), S. 318 (nach dem Photo).