βούλεται τρόπον ἀνελυπω (= ἀνελλιπῶς ?) δι. τω… οὐδέν] | αλόγον ἔχουσι̣ν̣ πρὸς ἀ̣λλήλο<υ>ς μη [δ] έ̣να αὐτῶν μὴ κληρονόμους μὴ | παντοίων διακατ [ό] χο̣υ̣ς̣ μὴ …[..] ότερον μέρος κτλ. Bell, briefl., laut Orig.