περὶ τοῦ πιλῶνος (= πυλῶνος) και τοὐβιλίσκου (= τοῦ ὀβελίσκου) μετὰ | [παντὸς αὐτ(?)]ῶ̣ν̣ τοῦ δικαίου κτλ. G.-H., Class. Rev. 1898, 436. Bell, briefl., laut Orig. Pr.