κατάλ[ο]γ̣ο̣ν̣: viell. κατάλ[ο]ι̣π̣[ον (oder viell. κατάλ[ο]ι̣π̣(ον), sc. πυρόν) oder καταλι̣π̣(όμενον), Ch. Armoni, Z.P.E. 136 (2001), S. 172-173.