αὀρήλ(ιος) Διόδωρος ἀγορα(νομήσας) βουλ(ευτὴ). [ ] | κ .. ὁρμ̣ο̣φύλαξει [..τοῦ ἐνεστῶ]|τος δ ʃ. Κατή[ξ]ατε [ ] | ὅρμον κτλ. W., A III 237. W., A III 238.