(ρονόμων) θαν[όντος] | ἀδε(λφοῦ) …. α δ(ιὰ) ᾽αμενώ(φιος) ῞Ωρου ϲθ Bell, briefl., laut Orig. Pr. laut Lichtbild. W., GgA. 1894, 736.