→ ᾽Ισίδ̣[ω(ρος)] κωμ(ογραμματεὺς) δι(ὰ) Π̣τ̣[ο]λ(εμαίου) σεση(μείωμαι), D. Hagedorn, Z.P.E. 65 (1986), S. 86.