→ κ/ εἰς τὸ Σαρα[πεῖον] ἀ̣[λ]έκ(τορες) ζ ἐκ (ταλ.) β (δρ.) Δ̣ [(ταλ.) ι]η (δρ.) ᾽Β, R.S. Bagnall, K.A. Worp, B.A.S.P. 20 (1983), S. 11.