αὐρηλίου Πρόβο[υ Γερμανι]κ̣οῦ (oder Σαρματι]κ̣οῦ) | [μεγίστο]υ Γ̣οθ̣εικοῦ μεγί[στο]υ Π̣α̣ρ̣ [θι] κοῦ | [μεγίστο] υ Εὐσε̣β̣ο̣ῦ̣ς̣ Εὐτυχ̣[οῦς] κτλ. G.-H., A IV 553.