| σ̣υ̣[νε]υ̣δοκο̣[ῦντ]ός μ[οι ῞Ο]σιδώρου ἀδελφοῦ μου τῶν α(ὐτῶν) γονέων | ἀναγρ(αφομένου) κτλ. Pr. Kenyon, P. Lond. III S. VII.