Σαραπίω(ν) π̣ρ̣ὸ̣ς̣ τοῦ ῾Αρτ[ώ]|του (vgl. B.L. 1, S. 274 und B.L. 8, S. 181) → Σαραπίω(ν) Σαραπ(ίωνος) τοῦ ῾Αρτ[ώ]|του, vgl. P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 75 (1988), S. 256, Anm. 5 und P. Rainer Cent. 59, Z. 20.