ἀναγραφό|μενος ἐπὶ τοῦ α† (= ἐπὶ τοῦ πρώτου, d. i. ἀμφόδου). | ᾽απογράφομαι ἐμαυτὸν | κτλ. G.-H., A IV 530. W., A IV 530.