| ῞Ο ναρῶς ῞Ωρου διὰ γ [εω(ργοῦ)] Ψενμώνθου όμ(οίως) [τοῦ] ὁμ(οίως) φοι(νικῶνος) κτλ. W., GgA. 1894, 734. W., GgA. 1894, 735: Sohn, Vater u. Großvater führen alle denselben Namen.