᾽Ακουσιλάῳ [Παν(?)]ε̣βχοῦ̣ς̣ | διεξάγο(ντι) (B.L. 1, S. 274) → ᾽Ακουσιλάῳ [καὶ μ]ετόχοις | διεξάγο(υσι), P. Heid. 4, S. 54 (am Original geprüft Von T.S. Pattie).