→ Πετοσίριος Κλοδίου πέπρα|κα ὡς <πρόκ(ειται)>. ἔγ(ρα)ψα Μύσ̣θη̣ς Μέλαν(ος) <ὑπ(ὲρ)> αὐ̣(τοῦ) μὴ εἰδ̣(ότος) γρ(άμματα) (am Original), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 56 (1984), S. 98.