πρινθ(ουλκοί) (l. πλινθουλκοί) → πρινθ(ουργοί) (l. πλινθουργοί), H.-J. Drexhage, E fontibus haurire, S. 266, Anm. 15; l. πλινθ(ουργοί) oder πλινθ(ευταί), K.A. Worp, Mnemosyne 54 (2001), S. 737.