Χειλᾶ τριμι̣χ̣θω\ο/ρ̣|η : Χειλᾶτει μισθω\ο/τ|ῇ BL 1.286 → Ἀ̣|χειλᾶτει (l. Ἀ|χιλλᾶτος) μισθωτ |ῇ, W.G. Claytor (from photo)