Διονυσίας (ἐτῶν) μα κ ̣ ̣ ̣ ̣μετα( ) μ τοῦ Ἡρα(κλείδου) → Διονυσίου (ἐτῶν) μ οὐ(λὴ) καρπ(ῷ) ἀρισ(τερῷ) μετὰ κ(υρίου) αὐτοῦ Ἡρακ(λείδου), W.G. Claytor (from photo)