[του ὑδραγωγός, με]θ᾽ (?)ν σειτ[ιχὰ ἐδά]φη, βορρᾶ ὑδραγω[γός, …]ε̣ Pl. briefl., laut Orig. θ am Ende unmöglich; ε, λ, α? Pl. briefl., laut Orig.