Μεσορ[ὴ .] → Μεσορὴ̣ ι̣ und ἐ̣π̣᾽ ᾽Α[ρ(σινόης)] → ἐν ᾽Αρ̣(σινόῃ) (am Original), J.M. Diethart, Archiv 32 (1986), S. 47 und 48.