εἰσγεν(ομένων) ᾽Επεὶφ η̄ [τ]ῷ ‵αὐτῷ′ | ἔχει ἀργυ(ρίου) κ̄ [(γίνεται)] ἀργυ(ρίου) δρ(αχμαὶ) κ → ειστε.[….]..ε̣φ̣ η̄ | ετ̣ει Παῦ(νι) η̄ vacat ἀνε̣γρά̣-(φη) (nach dem Photo), W. Clarysse, Z.P.E. 92 (1992), S. 233 (am Original geprüft von B. Kramer).