παίδ(ων) ἐφηβ̣ότ(ητος) ὀνο(μάτων) → γαιδ(αρίων) ἐφυγώτ(ων) (l. πεφευγότων) οὓ̣τ̣(ως) oder ὁμοί(ως), F. Morelli, Z.P.E. 126 (1999), S. 200.