κατὰ νεκρι ̣[ | Μαρρῇ → κ ̣ ̣ ̣ νεκρι[ῶν ταριχευτῶν, ὃ πο(ιεῖται) Σοκόνωπις] | Μαρρεῖ, W. Clarysse - M. Depauw, Z.P.E. 131 (2000), S. 125-126 mit Anm. 10 (nach dem Photo).