αὐτῷ ὁ καταβοηθείς̣: l. viell. αὐτῷ τῷ καταβοηθέντι; die Erg. [περὶ (?) ἀποστασίου (Anm. des Ed.) → viell. [ἡσυγχώρησις, N. Lewis, B.A.S.P. 17 (1980), S. 62.