συνελάλησά [[σοι]] | ἐ̣χ̣θ̣ές. ᾽Εὰν δὲ μὴ | εὐκαιρῆις τ̣[ο]ῦ δια | βᾶναι , μηθὲν κτλ. Rubensohn, in der Anm. zu dieser Stelle. W., A V 216.