σαρ.ι̣ν̣ μελίχρῳ στρογγυλ̣ο̣προσ[ώπῳ → Σάν̣νο̣ς μελίχρως <σ>τρογγυλ̣ο̣πρόσ[ωπος, C.Ptol.Sklav., S. 208 (nach einem Photo).