(καὶ) πα(ν)τίμ(ῳ) πρω̣(τοκωμήτῃ) ̣ ̣ ̣[ → (καὶ) πά(σης) τιμ(ῆς) (καὶ) πρ(οσ)κ(υνήσεως) ἀ̣[ξίῳ, D. Hagedorn, Z.P.E. 165 (2008) 130.