Βασιλ(ικὸς) γρ(αμματεὺς) ῾Ηρακλείδο(υ) [μερίδ(ος) ἔσχον τὸν προκ(είμενον)] | χειρισμὸν κτλ. Wessely, Karanis S. 63 (vgl. P. Lond. II S. 112 Nr. 353).