ἐ̣βουλόμε̣θ̣α̣ ̣ [ ca.10? ]ς̣ ἀνακρ̣ῖναι → ἐ̣βουλόμε̣θ̣α̣ (viell. βουλόμε̣θ̣α̣) δ̣[ὲ ca. 9 (?)]σ̣ανακρ̣ῖναι, D. Kaltsas, Z.P.E. 151 (2005), S. 137-138.