Ψῦρος Η ̣ ̣ ̣ς | ὑ(πὲρ) ̣ ̣ ( ) τ(ο)ῦ συ̣μβούλ(ου) ̣ ̣ ̣ ̣ ς’ | ἕκτον ̣ ̣θ ̣ε ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ → Ψυρος Ἠλί(α) | (ὑπὲρ) δ(α)π(άνης) τοῦ συμβούλ(ου) ι ἰ(ν)δ(ικτίωνος) γί(νεται) νο(μίσματος) ς | ἕκτον. Ἁθὺ(ρ) ε ἰ(ν)δ(ικτίωνος) ια, N. Gonis, Z.P.E. 147 (2004), S. 162 mit Anm. 22.