ὁ σιτολο(γῶν) | [κωμ(ῶν) Φιλοπ]άτορος καὶ Σοκνε(παίου) Νή(σου) ἐργα(στήρια) [με]μετρῆ(σθαι) | [ἐν τῆι Σοκ]νε(παίου) Νή(σωι) ὑπὲρ αὐ(τῶν) εἰς τὴν ἀρ[ίθμ(ησιν)] τοῦ αὐτοῦ (ἔτους) κτλ. G.-H., P. Teb. I . 402 Anm. 12.Pr.