Σμαράκ[δῳ] (B.L. 8, S. 448) ʃ σχολαστικ(ῷ) | Μαυρ// → Σμαράκδ[ῳ] (καὶ) Σχολαστικ(ῷ) Μαύρ(οις), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 77 (1989), S. 188.