ἥμισυ [ἐγράφη] μ(ηνὶ) Φαῶφι ϛ → ἥμισυ, [γί(νεται) (κεράτια) β ∟] ᾽Αλεξα(νδρείας) μό(να). Φα<ῶ>φι ϛ, P.J. Sijpesteijn, Aeg. 68 (1988), S. 91, Anm. 61.